- ἀκατασχέτου
- ἀκατάσχετοςnot to be checkedmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
неоудьржаньныи — (7*) пр. 1.Невоздержанный, необузданный: Божьствьноѥ намъ писаниѥ заповѣда. ѹдалѧтисѧ давлѥнины и блѹда. сътварѧющиимъ же неѹдьржаньны˫а ради ѹтробы. (λίχνον) КЕ XII, 61б. 2. Неудержимый, очень сильный: аще тѧ кто ѹдарить за ланиту обра(т) ему i… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ακατασχεσία — η (Α ἀκατασχεσία) [ἀκατάσχετος] η ιδιότητα τού ακατάσχετου … Dictionary of Greek
ακατάσχετος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι δυνατό να συγκρατηθεί, να αναχαιτιστεί: Έπαθε μια ακατάσχετη αιμορραγία. 2. αυτός που δεν επιτρέπεται να κατασχεθεί: Ο μισθός είναι ακατάσχετος. 3. το ουδ. ως ουσ., το ακατάσχετο η ιδιότητα του ακατάσχετου: Το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)